|
не имеющий хозяина, бесхозяйный; ~ο σκυλί — бездомная собака #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий хозяина? — άφεντος как на (ново)греческом будет слово бесхозяйный? — άφεντος как с (ново)греческого переводится слово άφεντος? — не имеющий хозяина, бесхозяйный — αυτοβοήθητος — μπαστάρδικος — τοιχοκολλητής — γιασακτζής — εορταστικά — λεόπαρδος — γαιανθρακοφύραμα — ανεξάλειπτα — μηχανορραφία — αλληθώρισμα — παρωρίτης — μαγειρειό — άτιμος — αιμοβαφής — στηλιτευτικός — απελάτης — ακαμάτισσα — αυθορμησία — μουντζούρα — αρχιλόχειος — πιπιλιστός |
|||