|
: ~ βαθμός — грам. превосходная степень #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερθετικός? — — κυτταρολογικός — εγχελοοτροφία — βήμα — στεφανώνω — νταβανόσκουπα — φιλειρηνισμός — ονοματοποιούμαι — αερίζω — ψίλωση — συννυφάδα — μονοατομικός — ασυναφής — καταφώτιστος — ιταμότητας — στιγμιότυπο — κιότεμα — απαιδιά — κέδρωσις — μούγγρισμα — διοργανώτρια — αύθις |
|||