|
η канонерка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово канонерка? — κανονιέρα как с (ново)греческого переводится слово κανονιέρα? — канонерка — απερίθαλπτος — γνώμονας — αβλασφήμητος — απορρίπτω — σπουδαιότητα — σκιάχτρο — τουρίστρια — πλουτοπαραγωγικός — εξευρωπαϊσμός — ανανδρία — γυαλιστήρι — καταδολιεύομαι — γλειμμένος — σωματάρχης — σκέπτομαι — φιλύποπτος — φιαλόσχημος — τονούμενος — κατασταλαγμένος — παρείσαχτος — εμπασμα |
|||