|
дезориентировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дезориентировать? — αποπροσανατολίζω как с (ново)греческого переводится слово αποπροσανατολίζω? — дезориентировать — πραγματοκρατία — δικαίωμα — εμπλέκομαι — μάκενα — δυσήνιος — σθεναρότητα — άσβόλη — ενδοθωράκιος — προάγγελος — σόλιασμα — φοβάμαι — ανώμαλος — τρίδυμος — μαρμαροκολώνα — εγγοστριμυθία — σουγιαδάκι — κράτυσμα — απογλυκαίνω — ρεσιτάλ — θάμπωμα — μπαξεβάνης |
|||