|
ο пеликан, голиаф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пеликан? — γολιάθ как на (ново)греческом будет слово голиаф? — γολιάθ как с (ново)греческого переводится слово γολιάθ? — пеликан, голиаф — ενδοφλέβιος — ραμολής — διαπλάθω — κατάκορφα — εχινόζωα — νυχτερεύω — μπουφετζού — κολοκυθένιος — καρδιογράφος — μοσχοβίτικος — λύγος — ωτολογικός — αλεξικέραυνο — σχολιάστρια — ενεχυροδανειστής — εξαναγκάζομαι — βόμπιρας — στοκάρισμα — καλόβραστος — καφεκόπτης — ισόχωρος |
|||