Новогреческий словарь
καταλαγιάζω
καταλαγιάζω
1.
успокаивать
;
2.
успокаиваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
успокаивать
? —
καταλαγιάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
успокаиваться
? —
καταλαγιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταλαγιάζω
? — успокаивать, успокаиваться
#
(ново)греческий словарь
—
μαρμαροπελεκητός
—
τουρκοκρατία
—
ψηλομύτης
—
δεμοσιά
—
στεριανός
—
διαλογισμός
—
καλάνδαι
—
αποκαθάρισμα
—
προτροπάδην
—
δυσανασχετώ
—
διαβασμένες
—
μεσοκαιρίτισσα
—
βαθμονομώ
—
ευκή
—
αρριζος
—
βαλεριάνή
—
ζωοφαγία
—
εξαμβλωτικός
—
ρινόμακτρο
—
αλπινισμός
—
πρωταγωνιστώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве