Новогреческий словарь
βουλητικό
βουλητικό
το филос.
волевая сфера
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
волевая сфера
? —
βουλητικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουλητικό
? — волевая сфера
#
(ново)греческий словарь
—
ψυλλιάζω
—
αλαφρογέρνω
—
ηπειρωτικός
—
απόκλειστος
—
κοντανάσασμα
—
αθύμιαστος
—
ευηλεκτραγωγός
—
χάλυψ
—
κυλίνδρωση
—
φυσιοκρατικός
—
μεταγγίζω
—
λιθολογικός
—
προπαγανδισμός
—
εξαέτιδα
—
ρακέτα
—
μολυβδύαλος
—
αιμορραγώ
—
δοκιμαστικός
—
μυριόνεκρος
—
αγιασμός
—
δήποτε
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве