|
η 1. быстрый бег; 2. бегом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстрый бег? — τρεχάλα как на (ново)греческом будет слово бегом? — τρεχάλα как с (ново)греческого переводится слово τρεχάλα? — быстрый бег, бегом — θηρεύσιμος — διακορευτής — μελισσόπουλο — προώθηση — τοπείο — εντροπία — ασκαριδίαση — αηδονίζω — ωχροκίτρινος — βρακώνω — ραββίνος — αμμοαργιλλώδης — απυρεξία — εγκυκλοπαιδικότητα — προδιαγραφή — ματαιώνω — σερνάμενος — λανολίνη — βασανισμένος — στρέω — εφέλκυση |
|||