|
нейролептический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нейролептический? — νευροληπτικός как с (ново)греческого переводится слово νευροληπτικός? — нейролептический — λησμονιάρης — γεννάδας — παραταξιακά — τυλιγμένος — γονή — σιμά — φτεροπηδώ — χύλωση — αρμάθα — ανιμίστρια — απραγματοποίητον — μεσόπλευρος — πρυμίζω — χαχάνισμα — εξηγητέος — χαύνος — ψυχικάρα — προσφωνώ — ταυτισμός — συνδιαλλασσόμενος — φωταγωγημένος |
|||