|
το 1) презренная плоть; 2) ирон. : τρέμει γιά τό ~ του — [phrase]он дрожит за свою шкуру[/phrase]; μόνον διά τό ~ του φροντίζει — [phrase]он заботится только о своей шкуре[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово презренная плоть? — σαρκίο как с (ново)греческого переводится слово σαρκίο? — презренная плоть — άϋπνος — αναγνωστικό — μέτρημα — αλόξευτος — ξεφυτιλίζω — ευγραμμία — αναισθήτιση — αυτόγραφος — θεόμουρλος — ηλιολάτρισσα — αυτοκολακεία — βηματίζω — γκλάμουρ — απότριψη — τριολέτο — αλατοπηγία — βουστίνα — πορνεύομαι — κωδικοποίηση — κατάπρυμος — μελάγχρους |
|||