|
η превосходительство (при обращении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово превосходительство? — εξοχωτάτη как с (ново)греческого переводится слово εξοχωτάτη? — превосходительство — στείβω — επιδιαιτητής — αέναος — καρδινάλιος — ηχομετρία — νοσογόνος — ασύχαστος — ακαθιέρωτος — θεραπευτική — φιλάργυρος — ογδοηκοντοετής — συμπυροβόληση — φόλιζα — ξυπνητούρια — εξευτελισμένος — σμάλτινος — κεραμιδόχωμα — λειώ — τουρκομερίτισσα — εκβαρβάρωση — οσφυαλγία |
|||