|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αιμοληψία? — — μικρός — αισθητηριακός — οροπληροφορικός — παραμελούμενος — πτυελινη — πέτρινος — κακοκάρδισμα — μικροβιοβριθής — φιγούρα — εφύγρανσις — γήρανση — αστάθμιστος — αντεγκληματώ — οφειλόμενος — σταγόνα — σφράγισμα — νανουριστός — ισχυρότητα — διαλλακτικός — Σπαρτιάτισσα — ημίσβεστος |
|||