αιμοληψία

формы словаβ
αιμοληψία



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αιμοληψία? —


μικρόςαισθητηριακόςοροπληροφορικόςπαραμελούμενοςπτυελινηπέτρινοςκακοκάρδισμαμικροβιοβριθήςφιγούραεφύγρανσιςγήρανσηαστάθμιστοςαντεγκληματώοφειλόμενοςσταγόνασφράγισμανανουριστόςισχυρότηταδιαλλακτικόςΣπαρτιάτισσαημίσβεστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit