|
слезоточивый; ~α αέρια — газы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слезоточивый? — δακρυογόνος как с (ново)греческого переводится слово δακρυογόνος? — слезоточивый — αρχός — εννεαετία — ψητοπώλης — πλουμίζω — φλοκκιαστός — είλως — καθεστωτικός — αγγελιοφόρος — κατεψυγμένος — υαλωτός — καλαμένιος — μυθιστοριογράφος — μερίς — κοψομέσιασμα — αυθύπαρκτος — κορυφογραμμή — παντοκράτωρ — διορυγή — διάγλυπτος — σαρδέλλα — γραμμάτιο |
|||