|
тяжело заболевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тяжело заболевать? — βαριαρρωστω как с (ново)греческого переводится слово βαριαρρωστω? — тяжело заболевать — αμαξάς — διατακτικό — κρυσταλλοτεχνία — διαλαλήτρια — ακρωτηρίαση — εξευτελσμός — διαρρήκτης — απεμπόληση — μπιστολιά — δικαιολογημένος — αλιευτής — αδίκιωτος — αντεκδικήτρα — μηχανορραφώ — αποκαρώνομαι — είρπον — απολουσίδι — θεσμοθεσία — σταφίδιασμα — σκότος — συναυτουργός |
|||