|
единообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единообразный? — ομοιόμορφος как с (ново)греческого переводится слово ομοιόμορφος? — единообразный — ηλιοτρόπιο — γαλβανόμετρο — ολιγόμυαλος — πούπετα — πακέτωμα — υπομνηματισμός — βενετσιάνικος — Ελβετός — αλαφροκούκουλος — ακαθόριστα — απρόσμενα — υπέρβαση — κουφιοκεφαλάκισσα — μουτσούνα — ροπαλάκι — μαυρόχωμα — μαγγάνι — βρυοφόρος — επάνσισμα — ασημοκαπνίζω — ανοικοδομημένος |
|||