|
психометрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово психометрический? — ψυχομετρικός как с (ново)греческого переводится слово ψυχομετρικός? — психометрический — μύγα — ουροκυστίτιδα — ληφθείς — πληροφοριοδότρια — απαντητικός — φεσκοπλυμένος — καλάθα — βρυχώμενος — συζητώ — κακοτοπιά — αυτοματική — ανορθωτικός — σκωληκοειδής — κιτρινίλα — κάνουλα — ποιώ — ασεβης — θεσπισμένος — μόρα — στόκος — αλύμαντος |
|||