φαλαρίδα

формы словаβ
φαλαρίδα
η лысуха (птица)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово лысуха? — φαλαρίδα
как с (ново)греческого переводится слово φαλαρίδα? — лысуха


πριχούκουρούπηςαζωτοαναπήνισηροβόλημααναγεννητικάπροΐσταμαιαποκαυκαλίζωαρμενιακόςδακτυλόγραφοςσφρίγοςνεκρολογίαεπούρισμαξερρηχαίνωευτροφισμόςορτσάρωτορνευτικόςαχρησιμοποίητοςαρματολόςηνέχθηνβαφτιστικό




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit