|
η лысуха (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лысуха? — φαλαρίδα как с (ново)греческого переводится слово φαλαρίδα? — лысуха — πριχού — κουρούπης — αζωτο — αναπήνιση — ροβόλημα — αναγεννητικά — προΐσταμαι — αποκαυκαλίζω — αρμενιακός — δακτυλόγραφος — σφρίγος — νεκρολογία — επούρισμα — ξερρηχαίνω — ευτροφισμός — ορτσάρω — τορνευτικός — αχρησιμοποίητος — αρματολός — ηνέχθην — βαφτιστικό |
|||