|
винтообразный, спиральный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово винтообразный? — ελικωτός как на (ново)греческом будет слово спиральный? — ελικωτός как с (ново)греческого переводится слово ελικωτός? — винтообразный, спиральный — βρωμισμένος — αργυροποίκιλτος — μπιρμπιλώνω — μπατζίνα — δάπεδο — χαλκοτοπία — βαρίδι — παρακατιανός — υγρόφιλος — δότης — εξέπεσα — νυσταγμός — κολλήγας — κατοπινός — κεφάλαιο — καταφύγιο — βαθύτητα — μητροκτησία — αναμίξ — άργυρος — συρτή |
|||