|
мед. эндокринный; ~είς αδένες — эндокринные железы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндокринный? — ενδοκρινής как с (ново)греческого переводится слово ενδοκρινής? — эндокринный — εξαγνίζω — υποχιλιαπλάσιος — εμφαίνω — αυτοεπιβολή — κηροπλαστικός — ανθρακίτης — σαντακρούτα — δασονομικός — ξέζωσμα — ολιγόλεπτος — σεκλέτι — ανευλαβώς — λαμπαδηδρόμος — δράμα — ελλοβοσπέρματος — υπερτρίχωση — βαθυπράσινος — ξηραντήρας — στανικά — ολόκοντα — τσεπούλα |
|||