|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαπιοκάραβο? — — φαρμακογενής — εκουσίως — σκαμπανέβασμα — αιχμαλωτίζομαι — μπακάλικο — σκεπτικότης — τάχυνση — Πρωτημαρτιά — ανευρέθην — αισχροκερδώ — αποκαθίδι — ά-ά! — τσελεπής — νεκροφιλικός — σούζο — σβησμένος — μοναχικότητα — ασκαλαβώτης — νέον — Ελβετός — επανεπίχωση |
|||