σαπιοκάραβο

формы словаβ
σαπιοκάραβο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σαπιοκάραβο? —


φαρμακογενήςεκουσίωςσκαμπανέβασμααιχμαλωτίζομαιμπακάλικοσκεπτικότηςτάχυνσηΠρωτημαρτιάανευρέθηναισχροκερδώαποκαθίδιά-ά!τσελεπήςνεκροφιλικόςσούζοσβησμένοςμοναχικότηταασκαλαβώτηςνέονΕλβετόςεπανεπίχωση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit