|
το полсуток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полсуток? — δωδεκάωρο как с (ново)греческого переводится слово δωδεκάωρο? — полсуток — πυελοσκόπηση — αθλητικός — αντίρρευμα — αλογόμυλος — νοσταλγός — αξούρηγος — ακέντητος — μπεζές — γνεψιά — μαυρόψαρο — κουσκουσουρίσσα — σφαχτάρι — αμπάρι — βιντεοκασέτα — αναγελαστής — γερμανόπληκτος — διασκευή — διαβασμένος — πολυξάκουστος — αγριωπά — στυλά |
|||