Новогреческий словарь
αφροστεφανωμένος
αφροστεφανωμέν|ος
покрытый пеной
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
покрытый пеной
? —
αφροστεφανωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφροστεφανωμένος
? — покрытый пеной
#
(ново)греческий словарь
—
λειμών
—
μεταγενέστερος
—
κομπώτρα
—
ιδιοκτήτρια
—
λασπονέρι
—
ακούμπισμα
—
κρασοβόλι
—
αίσκιωτος
—
πλινθίον
—
υδατοσφαιρίστρια
—
καταγγελία
—
στουπένιος
—
ψυχανεμίζομαι
—
αδεμάτιαστος
—
βερνιέρος
—
σχεδόν
—
βιβλιογνώστης
—
λεπτοδείκτης
—
μασούλημα
—
εκδοχέας
—
δογκιχωτισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,