|
конский, лошадиный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конский? — αλογήσιος как на (ново)греческом будет слово лошадиный? — αλογήσιος как с (ново)греческого переводится слово αλογήσιος? — конский, лошадиный — εβδομήκοντα — νεκρώσιμος — εμφιλοχωρησία — ασκότνστος — γλυκοπυρώνω — μασούρι — φύλαγμα — επιβοήθεια — άλευρο — μπήζω — έφαλσις — ισοσταθμίζω — αποθέρισμα — προσδόκιμος — εδώθες — λουμπουνιάζω — ανοικοδόμηση — διασφίγγω — μακρότερον — ασπρόχωμα — πορτοκαλλεώνας |
|||