|
воен. неполностью боеспособный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неполностью боеспособный? — ημιμάχιμος как с (ново)греческого переводится слово ημιμάχιμος? — неполностью боеспособный — πρύμνη — τσιπουράκι — οστριασορόκος — άκοπος — κολαουζιέρης — αδίπλιαστος — λαντουριστήρι — γαλήνεμα — ασχημομούρης — κουνιούμαι — ωοσκόπιο — αποχρεμπτικός — καρβουνάδικο — τλήμων — υποκριτική — νεκρότητα — λασπωτήρας — ενάπτω — κουζινιέρα — επανορθωτής — αντεισαγγελέος |
|||