Новогреческий словарь
ελικοτομίς
ελικοτομίς
(-ίδος) η тех.
метчик; винторезный станок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
метчик
? —
ελικοτομίς
как на
(ново)греческом
будет слово
винторезный станок
? —
ελικοτομίς
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελικοτομίς
? — метчик, винторезный станок
#
(ново)греческий словарь
—
επίδεση
—
άραθα
—
αλιθοβόλητος
—
κοφτά
—
από
—
δήλος
—
αργείτικος
—
θέσμιος
—
ιερολογία
—
μουστάρδα
—
ποθητός
—
σουτέρ
—
εργολήπτης
—
διόφθαλμος
—
ισοπερίμετρος
—
ερίφι
—
μουρντάρης
—
ενόστωσις
—
μεγάλως
—
κορασιά
—
θυμώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω