|
(-ίδος) η тех. метчик; винторезный станок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метчик? — ελικοτομίς как на (ново)греческом будет слово винторезный станок? — ελικοτομίς как с (ново)греческого переводится слово ελικοτομίς? — метчик, винторезный станок — μαουνιέρης — δυσμετάθετος — αχρεώστητα — αγαλματουργία — διπύρηνος — εξάς — ανεμοχάφτης — στροβιλοκινητήρας — κυφός — πολυγραφότατος — στάλθηκα — ακαταστάλακτος — νοικοκυρεύομαι — καπριτσιόζικα — ισομορφισμός — σφραγίδα — αλωπεκισμός — τετράμηνο — βροχερός — κυτταρικός — χαρτοβασίλειο |
|||