|
тесниться, жаться; όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στήν πόρτα — [phrase]все стеснились у двери[/phrase]; === στρύμωξαν τά πράγματα — [phrase]положение осложнилось[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тесниться? — στρυμώχνομαι как на (ново)греческом будет слово жаться? — στρυμώχνομαι как с (ново)греческого переводится слово στρυμώχνομαι? — тесниться, жаться — χουλιγκανισμός — ξυλόστρωτος — σελλουλόϊντ — δρομαίως — αναθαρρύνω — αρωματοπώλης — αρχαιόφιλος — χόρδισμα — απυρεξία — μάστορης — λιγοδύναμος — λυκοπερσικόν — φαλαινάκι — μπεμπέκα — ζωοτέχνης — θαλασσόχαρος — φιγουρατζίδικος — βαμβακιά — ψαροπούλο — τίθεμαι — αρχοντομαλάκας |
|||