|
ο гребень, конёк крыши [x:trans]гребень крыши, конёк крыши[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гребень крыши? — κορφιάς как на (ново)греческом будет слово конёк крыши? — κορφιάς как с (ново)греческого переводится слово κορφιάς? — гребень крыши, конёк крыши — χαμογέλιο — ζατσέντο — γυμνόσωμος — ξόδιασμα — γρηγορώ — πανούκλα — ανοικτόχρους — ιεραρχικά — αντίζηλος — ξεφόρτωτος — ειθισμένος — ψυχανώμαλος — συκοφαντικός — ολονύκτιος — αιλουροειδής — αδρά — αντιμεταθετικά — ρετουσάρισμα — ενσφηνωτικός — συγχρονοσκόπιο — απογείωση |
|||