|
девичий, девический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово девичий? — κοριτσίστικος как на (ново)греческом будет слово девический? — κοριτσίστικος как с (ново)греческого переводится слово κοριτσίστικος? — девичий, девический — γιάσμα — δισάκκι — αλωπεκιώ — ξεπουλάω — αργοκινάω — διαπαρθένευση — χειρομάντης — αργατικό — σέ — εικονοκαύστης — Ιαπωνίς — θρησκευάμενος — ηλεκτροβιογένεση — ανεπιστημονικά — αρτισύστατος — νταλκάς — ομόρρυθμος — διάκορος — χωνί — χοληστερόλη — υπτίως |
|||