|
освящать, святить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освящать? — καθαγιάζω как на (ново)греческом будет слово святить? — καθαγιάζω как с (ново)греческого переводится слово καθαγιάζω? — освящать, святить — αλιγούρευτος — περιαρπάζω — διχογνωμία — αλληλοδιαδοχή — διάχυτος — εξυγίανση — λαγοοδίζω — υπερδιεγερσιμότητα — αυγοκαλάμαρα — κακομοιριά — πήζω — κατάκαυση — μπήκα — περικοσμώ — πλανεύω — δρομομετρία — απροθυμοποίητος — διαθρύπτω — πρίμος — ζαχαροπλασμένος — θαυμάστρια |
|||