|
η занятие лавочника; είδη ~ής — бакалейные товары, бакалея #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово занятие лавочника? — μπακαλική как с (ново)греческого переводится слово μπακαλική? — занятие лавочника — δεδικασμένος — προοδευτικότητα — εκκλησιάρης — ακοντιστής — νήπιο — παγίωση — αυτοβαφής — επίλοιπος — ανεγγιξιά — θύμα — εκθρόνιση — υποβορειοδυτικός — αυτόχθων — ξόδεψη — μυστικοπαθής — εικονολάτρης — πρήξιμο — ανδράκλα — σακάς — πιπερόριζα — δαπανηρός |
|||