|
временно переведённый (по службе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово временно переведённый? — αποσπασμένος как с (ново)греческого переводится слово αποσπασμένος? — временно переведённый — υποτάσσω — πάννα — έφελξη — στρίγγλικος — παραπεμπτικός — διαφοροποιημένος — παλιοπαλιάνθρωπος — άλλοτες — άνεση — στεκάμενος — φωτοχρωμολιθογραφία — αφάλιση — αχυρύς — πολυγαμικός — πρωτεργάτις — σημαίνον — στερεμένος — κεφαλομάντηλο — διευθυντήριο — απροκάλυπτος — αυτοχειροτονούμαι |
|||