|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κανιβαλισμός? — — εμπειρικός — αναλφαβητισμός — αποτεφρωτήριο — δάδινος — ρωγαλιά — εμβρυικός — ανθρωπομορφικός — όγκος — αγγελοειδής — τρίπλευρος — δεδομένο — αλλαγμα — αποσφουγγίζω — ανταλλακτήριος — παρενέπεσα — ακαταμάχητο — κελαρύζω — αιματοκατούρημα — πρωί — υδατογράφημα — ψυχρολουσία |
|||