|
несгибаемый; непреклонный; упрямый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несгибаемый? — μονοκόκκαλος как на (ново)греческом будет слово непреклонный? — μονοκόκκαλος как на (ново)греческом будет слово упрямый? — μονοκόκκαλος как с (ново)греческого переводится слово μονοκόκκαλος? — несгибаемый, непреклонный, упрямый — αχλαδόκρασο — σαθρός — γέμωσμα — ανυποληψία — αμίμητο — νευροψυχικός — συμπέρασμα — προβατικός — ηλεκτρεγερτικός — πουκαμισού — εκτελωνίζω — εκφαίνω — ανατραντάζω — πληθωρικός — ανηλώθην — αρραβωνιαστικιά — υπερκατανάλωση — αμαχαίρωτος — οικονομολόγος — δημοτικιστής — ολυμπιακός |
|||