|
болтать попусту; трепаться (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болтать попусту? — φαφλατάρω как на (ново)греческом будет слово трепаться? — φαφλατάρω как с (ново)греческого переводится слово φαφλατάρω? — болтать попусту, трепаться — αποξέχασμός — κοπίς — Αφγάν — στρογγύλεμα — ιδιόχειρος — τιτάνιο — λαρυγγοσκόπιο — ατσαλαπάτητος — άσυρτος — πλοίαρχος — φωτοτυπώ — καλόγρια — αποκαταντώ — ημερότητα — στριφογύρισμα — θυμίζω — επικοινωνιολόγος — ακάλεστος — ακουστικώς — εγκεφαλοσάρκωμα — βάλλω |
|||