|
η лежбище, лёжка (диких животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лежбище? — κοιμηθιά как на (ново)греческом будет слово лёжка? — κοιμηθιά как с (ново)греческого переводится слово κοιμηθιά? — лежбище, лёжка — γραφειοκράτης — ντιβάνι — αποτρεπτικό — μισοσβήνω — στυλογράφος — εμπλαστρο — μαντατούρα — ενάρθρωση — επίχωμα — αναμοχλεύω — αυγή — ακόσμητος — αιματοπότης — συκολέβι — ψηφοδέλτιο — διεκδικούμενος — στείχω — γλίτζα — πηλοφόρι — χαύνος — αμπελοτόμος |
|||