|
ο, η маслобой; маслодел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслобой? — βουτυροκόμος как на (ново)греческом будет слово маслодел? — βουτυροκόμος как с (ново)греческого переводится слово βουτυροκόμος? — маслобой, маслодел — λεμφοκύτταρο — μικράτα — ξοδιάστρα — δασονομείο — βοστρυχοειδής — καταιονώ — αμύστακος — ουδέ — αργοπληρωτής — προφήτεμα — δικηγόρος — αναρρίχνω — λιόδρομο — καληνύχτισμα — κεκανονισμένος — ορμώμαι — αντιστράτηγος — ανεργία — χαρτοπετσετούλα — μονολεκτικός — εντοπίζω |
|||