|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανανεωμένος? — — ξηροβατικά — πηλώδης — ύσσωπος — διαρρήκτης — πάπος — τσιλιβήθρα — νοικάρης — μπουφετζής — γκελμπερί — σιδηροπώλης — ντεπό — τρελάρας — ξένο — ρηγάτο — τηλεμηχανοποίηση — ξεστραβώνομαι — φεγγαριάτικο — γεφύρι — διόπτευση — υπερούσιος — φαφλαταρία |
|||