ανανεωμένος

формы словаβ
ανανεωμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανανεωμένος? —


ξηροβατικάπηλώδηςύσσωποςδιαρρήκτηςπάποςτσιλιβήθρανοικάρηςμπουφετζήςγκελμπερίσιδηροπώληςντεπότρελάραςξένορηγάτοτηλεμηχανοποίησηξεστραβώνομαιφεγγαριάτικογεφύριδιόπτευσηυπερούσιοςφαφλαταρία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit