|
геол. миоценовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миоценовый? — μειόκαινος как с (ново)греческого переводится слово μειόκαινος? — миоценовый — ρεγάλο — κατεπείγων — εσωφόριον — λακκούβα — απροίκιστος — συνδιδάσκω — αστραποβροντάω — αθρόνιαστος — πτύσμα — επικυρίαρχος — χιονομετρία — μεταβολίζω — γδάρτης — μεταρσίωση — ιματιοφυλάκιο — ατήραγος — κατιών — πιρούνι — λυκοπερσικόν — γνωμολογώ — όρνιθα |
|||