|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γελοιογραφούμαι? — — ακολάτσιστος — αναξιοποίητος — αδιόρατος — διαβατήριο — γινατεμένος — διπληγία — οινικνός — ακρίβεια — μεθαύριο — τσίνουρο — θερμασμένος — φινάλε — λυκόφως — αμετρολογία — διαμήκης — υποσταλτικός — βαλκανικός — πυελοκυστίτιδα — πνεματικός — φωτοφασματικός — κακοφημία |
|||