|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανηλικότητα? — — διπλοκαθίζω — απάλειψη — ζήτηση — γλειμμένος — Βετελγόζης — υδατόσφαιρον — κωλαράς — έγκαψη — πνευμονοπάθεια — αφάλι — λιγδιασμένος — εμποδιστικός — αλευροπολτός — γκρεμίζομαι — διφθογγοποίηση — πιτσούνα — ξεμασκαλίδι — παρέλκυση — δεκαπενταπλάσιος — ακουκούλλωτος — καλοκαιρινός |
|||