|
рубить лес #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рубить лес? — δεντροκοπώ как с (ново)греческого переводится слово δεντροκοπώ? — рубить лес — γονιός — αντικοινοβουλευτικά — κακόγρια — ναυλαγορά — εξάνθημα — τραχειακός — ουρηθροσκόπηση — τσοπάνισσα — λιπογονία — στρογγυλοποιώ — ξέκαμα — βεβουλευμένως — μαντιλοδένομαι — μαμμά — σταδιομετρία — ελιγμός — ασιάτης — ψιλοδουλεμένος — χονδρόκολλα — άλτ! — συναυλία |
|||