|
шотландский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шотландский? — σκωτσέζικος как с (ново)греческого переводится слово σκωτσέζικος? — шотландский — ερημιτικός — κοζάρω — ξανθομούστακος — φαλκιδεύω — ψυχοτρώγω — αποκαρδίζω — ψευτοπαλληκαράς — πόρεψη — πιεστικά — αδιεκδίκητος — καλοβρασμένος — γεροηλιάκος — χώνη — έπαρχος — φώλος — λοφίον — προορώ — ξοπλίζω — φυλακίς — υποχωρητικός — σοβιετικός |
|||