|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαγματοπωλείο? — — υγροσκόπιο — μωλωπίζομαι — γλεντοβολώ — κοσμήτρια — αποξέχασμα — σκληρός — διάφραγμα — φουρνιστός — λννοτυπνκός — αθηναϊκός — λουθουνάρι — αναπαλαιωμένος — εξοχικό — δόλιος — ελβετικός — αμμωνίται — είθισται — μετριάζω — βαβούρα — βωλάκι — νηνεμία |
|||