Новогреческий словарь
υποχονδριακός
υποχονδριακός
1.
страдающий ипохондрией
;
2. (о)
ипохондрик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страдающий ипохондрией
? —
υποχονδριακός
как на
(ново)греческом
будет слово
ипохондрик
? —
υποχονδριακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποχονδριακός
? — страдающий ипохондрией, ипохондрик
#
(ново)греческий словарь
—
στηρίζω
—
στρυχνινισμός
—
αποβλέπω
—
δεκάτευση
—
κοχλιόκρανον
—
ακέρωτος
—
συσκοτίζω
—
δημοκρατίζω
—
ηχητικά
—
δικαιολογημένος
—
κεντριστής
—
συμβολικά
—
ανθότοπος
—
σμυριδώνω
—
τυπωτικά
—
σκούρος
—
οδόντωμο
—
ξανακυλώ
—
ανισόρροπος
—
αποβιβαστικά
—
δέρνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве