|
(-ωνος) ο мор. марсель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово марсель? — δόλων как с (ново)греческого переводится слово δόλων? — марсель — βοστρυχώδης — πλαταίνω — χαρτεμπόριο — προϊδέαση — κερκιδικός — γερόντιο — πολυτάραχος — λεμφοκυτογόνος — παρωδούμαι — αριστερόστροφος — αιγόδερμα — αντερώτημα — αντροχωριστής — ανυποταξία — γλυκομειδιώ — ημερολογιακός — λεμφοκυττάρωση — πευκοφλοιός — εγκόπτω — παρθένα — κυλιάμενος |
|||