|
отсвечивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсвечивать? — αντιφέγγω как с (ново)греческого переводится слово αντιφέγγω? — отсвечивать — χοληφόρος — βυθομετρώ — παχύμετρο — εβδομηντάρης — χίασμα — συντέφι — σοκαριστικός — ψευδεπίθεση — άναυλος — μονοκότυλος — μαρμαρυγή — επιτροπή — μουχρώνω — δαφνώνας — εξώπασχο — γελέκο — οπωρικό — απόρθητα — ανία — απόσχιση — κρυστάλλωμα |
|||