|
ο лопоухий человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лопоухий человек? — γαϊδουράφτης как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουράφτης? — лопоухий человек — βιβλιόψειρα — ακτινοσκοπικά — αεραγωγός — λεχών — λιοκόκκαλο — στίφος — ακράτητος — νήχομαι — ξυπολιέμαι — γωνίωμα — βραχύχρονος — χωνεύτρα — στεατουργείο — σαβούρρα — βίλλα — λαρυγγοπληγία — αρθρογραφικά — υπόηχος — Τερψιχόρη — εξοβελίζομαι — κωπηλάτημα |
|||