|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευκαιριακός? — — ταλαντώνω — υποναύαρχος — αλλότροπος — ομόλογο — ενατενίζω — κερατοειδής — αφιερωτικός — αδιαφάνεια — προύντζος — ψ — βαθμονομώ — κουκουβάγια — εκβρασμα — καρπολογώ — επτακοσιαπλάσιος — πανηγυρήσιος — ανθοδεσία — εγωκεντρικός — εκλαμψία — εκτρωματικός — δασύπτερος |
|||