Новогреческий словарь
μοχλεύω
μοχλεύω
перемещать с помощью рычага
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перемещать с помощью рычага
? —
μοχλεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοχλεύω
? — перемещать с помощью рычага
#
(ново)греческий словарь
—
ασκοτίδιαστος
—
τροχαία
—
μελισσουργός
—
ῥήγνυμι
—
υποχωρητικός
—
άκλαυτος
—
ξεστρίβω
—
υδρόφυτα
—
αιτιάζομαι
—
αμαυρός
—
πονόκοιλος
—
καρροποιείο
—
αντιπροσφέρω
—
προανάκρουσμα
—
παροτρύνω
—
παρελκύω
—
δημοκόπος
—
ξέχωμα
—
έθηκα
—
αργούτσικος
—
πρωτόβολτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,