|
перемещать с помощью рычага #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перемещать с помощью рычага? — μοχλεύω как с (ново)греческого переводится слово μοχλεύω? — перемещать с помощью рычага — αυτοκάμωτος — υποθερμαίνω — σκιοφιλία — εξανθράκωμα — πρόσπτωσις — απανωσέντονο — ανδρογυνισμός — επίσταξη — γενικεύσιμος — πρωτοδιοριζόμενος — βένετος — στοιχειοθετούμαι — αγγονός — βλεφαρίζω — διαπιστευμένος — καθομολόγηση — φυτό — αινιγματικότητα — ανάπλους — ξυμένος — σπόρι |
|||