Новогреческий словарь
σφουγγαράς
σφουγγαράς
ο 1)
ловец губок
;
2)
торговец губками
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ловец губок
? —
σφουγγαράς
как на
(ново)греческом
будет слово
торговец губками
? —
σφουγγαράς
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφουγγαράς
? — ловец губок, торговец губками
#
(ново)греческий словарь
—
διοριστός
—
αμνοφαγία
—
γαμήλιος
—
δικαιοφανής
—
αμαξουργείο
—
ισοσταθμία
—
άγος
—
αγαπημένα
—
δυναμογονία
—
επείγοντα
—
τσογλάνι
—
διήμερος
—
αποστειρωτικός
—
αντωνυμία
—
εφηβικός
—
περιεκτικός
—
βαμβακοφυτείο
—
χαλκεύω
—
αργοπορώ
—
κακοποίηση
—
τορός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве